- ναυσιφόρητος
- ναυςῐφόρητος1 seafaring
ναυσιφορήτοις δ' ἀνδράσι P. 1.33
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ναυσιφορήτοις δ' ἀνδράσι P. 1.33
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ναυσιφόρητος — ναυσιφόρητος, ον (Α) αυτός που μεταφέρεται από πλοίο («ναυσιφορήτοις δ ἀνδράσι πρῶτα χάρις», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < δοτ. πληθ. ναυσί τού ναῦς «πλοίο» + φορητός (< φορῶ)] … Dictionary of Greek
ναυσιφορήτοις — ναυσιφόρητος carried by ship masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)